- ευδαιμονισμα
- εὐδαιμόνισμα-ατος τό то, что считается счастьем
(ἀνοήτων εὐ. ἀνθρώπων Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀνοήτων εὐ. ἀνθρώπων Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευδαιμόνισμα — εὐδαιμόνισμα, τὸ (Α) [ευδαιμονίζω] 1. ό,τι θεωρείται ως ευδαιμονία 2. τα συγχαρητήρια … Dictionary of Greek
εὐδαιμόνισμα — that which is thought to be a happiness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)